Η Παγκόσμια Ημέρα Οικογενειακού Ιατρού και οι Νομοθετικές Εξελίξεις
Γράφει ο Τάσος Βασιάδης
Η επικαιρότητα σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο κατακλύζεται από ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια και την υγεία των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό, παρέμεινε σχεδόν απαρατήρητη η Παγκόσμια Ημέρα Οικογενειακού Ιατρού, η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου, χάρη σε πρωτοβουλία της Παγκόσμιας Ένωσης Γενικής – Οικογενειακής Ιατρικής. Η απουσία διπλής σημασίας αναγνώρισης αυτής της ημέρας είναι αξιοσημείωτη, ειδικά καθώς οι τελευταίες νομοθετικές εξελίξεις έχουν φέρει αλλαγές στην ορολογία, με τον όρο «Οικογενειακός Ιατρός» να αντικαθίσταται από τον «Προσωπικό Ιατρό», χωρίς ωστόσο κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση στο περιεχόμενο.
Η Παγκόσμια Ημέρα Οικογενειακού Ιατρού προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να αναγνωρίσουμε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει ο Προσωπικός Ιατρός στην παροχή συνεχούς και εξατομικευμένης φροντίδας υγείας. Ο ρόλος αυτός είναι θεμελιώδης για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και έχει τονιστεί επανειλημμένα από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, ήδη από το 1978, στη διακήρυξη της Άλμα Άτα. Εκεί, επιβεβαιώνεται ότι η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας πρέπει να είναι βασική, επιστημονικά τεκμηριωμένη και προσβάσιμη σε όλους τους πολίτες.
Σε μια εποχή όπου οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες συνεχώς αμφισβητούνται, αναδεικνύεται η αξία της ποιοτικής σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενούς. Αυτή η σχέση δεν είναι απλώς αλληλεπίδραση, αλλά υποστηρίζει την ψυχολογική και σωματική υγεία του ασθενούς, προσφέροντας ανακούφιση και ελπίδα σε δύσκολες στιγμές. Σύμφωνα με τη UNESCO, η ποιοτική σχέση αυτή είναι απαραίτητη για τη ρύθμιση των διαδικασιών διάγνωσης και θεραπείας, ενισχύοντας τις πιθανότητες μιας εξατομικευμένης προσέγγισης.
Δεδομένων των παραπάνω, είναι προφανής η σημασία του Προσωπικού Ιατρού ως πυλώνα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, η οποία επηρεάζεται από τον θεμελιώδη κανόνα της σχέσης Ιατρού-Ασθενούς. Ωστόσο, οι συνεχείς αλλαγές στη νομοθεσία, καθώς και οι πολιτικές που ενδέχεται να επηρεάσουν την αλληλεπίδραση αυτή, καθιστούν αναγκαία την ενίσχυση και προστασία αυτής της σχέσης.
Η ικανότητα του Προσωπικού Ιατρού να παρέχει στήριξη σε καταστάσεις αβεβαιότητας είναι κρίσιμη. Η πολιτεία, ωστόσο, φαίνεται να παραβλέπει αυτές τις παραμέτρους, με τις νομοθετικές ρυθμίσεις να εστιάζουν περισσότερο στις διαχειριστικές πτυχές παρά στην ουσιαστική φροντίδα. Τα νομοθετήματα που εστιάζουν αποκλειστικά σε οικονομικά κριτήρια δεν μπορούν να κατανοήσουν την «ψυχή» πίσω από τη φροντίδα υγείας, που απαιτεί εμπιστοσύνη και μακροχρόνια αλληλεπίδραση.
Η εμπιστοσύνη αυτή οικοδομείται με την πάροδο του χρόνου και απαιτεί φυσική παρουσία και συνέπεια από τον γιατρό, κάτι που συχνά παραμελείται σε νόμους όπως αυτός περί του Προσωπικού Ιατρού. Δυστυχώς, οι πολίτες αντιμετωπίζουν αφόρητους περιορισμούς όταν καλούνται να επιλέξουν τον ιατρό τους, συνήθως από μια περιορισμένη ομάδα ατόμων, με αποτέλεσμα η επιλογή αυτή να είναι αυθαίρετη και να μην αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Πιο συγκεκριμένα, η οικονομική κρίση και τα μεταβαλλόμενα κόστη ζωής έχουν οδηγήσει τους πολίτες σε μια κατάσταση ανασφάλειας, που εντείνεται με την αντίληψη ότι οι διαθέσιμες υπηρεσίες υγείας δεν επαρκούν για να καλύψουν τις προσωπικές τους ανάγκες. Είναι εμφανές ότι η πολιτεία χρειάζεται να επενδύσει σε μια ολιστική προσέγγιση, που θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και θα ενισχύσει τον ρόλο του Προσωπικού Ιατρού, καθιστώντας τον φορέα της απαιτούμενης φροντίδας.
Δεδομένου ότι η πολιτική ηγεσία παραμένει προσκολλημένη σε μια λογική παροχής υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας, είναι επείγον να αναγνωριστεί η αξία της ανθρώπινης σχέσης στην υγειονομική περίθαλψη. Η παρέμβαση της πολιτείας είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να διαμορφώσει έναν θεσμό που θα καλύπτει πραγματικά τις ανάγκες των πολιτών και θα τους παρέχει αυτό που αξίζουν, στο πλαίσιο ενός ασφαλούς και αποτελεσματικού συστήματος υγείας.